κολεϊκός

κολεϊκός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κολεό, τον κόλπο τής μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «ο κόλπος τής μήτρας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μητροκολεϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα και στον κολεό 2. φρ. «μητροκολεϊκό πλέγμα» ανατ. νευρικό πλέγμα από κλάδους τού συμπαθητικού νευρικού συστήματος, που απλώνεται γύρω από τον τράχηλο τής μήτρας και την άνω μοίρα τού κόλπου δίνοντας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”